- υποτυφλος
- ὑπότυφλοςὑπό-τυφλος2подслеповатый Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπότυφλος — purblind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπότυφλος — ον, Α [τυφλός] πολύ μύωπας, μισότυφλος … Dictionary of Greek
ὑποτύφλοις — ὑπότυφλος purblind masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπότυφλα — ὑπότυφλος purblind neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)